ξεπαραδιάζω

ξεπαραδιάζω
1. υποβάλλω κάποιον σε μεγάλα έξοδα
2. μέσ. ξεπαραδιάζομαι
μένω χωρίς χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + παράς / παράδες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεπαράδιασμα — το [ξεπαραδιάζω] το να ξεμείνει κάποιος από χρήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”